- φανερόγαμος
- -η, -ο, Ν1. (για φυτά) αυτός τού οποίου τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανερόγαμα(βοτ.) ονομασία που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης τών φυτών και η οποία αναφέρεται στα φυτά στα οποία τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή είτε ως άνθη είτε ως κώνοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phanerogamous (< φανερός + γάμος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τών τερπνών γνώσεων].
Dictionary of Greek. 2013.